- τιθαινομαι
- τιθαίνομαιвскармливать
(Ἥραν ἐτιθήνατο Τηθύς Luc.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(Ἥραν ἐτιθήνατο Τηθύς Luc.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
τιθαίνομαι — Α τρέφω κάποιον ως τροφός, θηλάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < τιθήνη «τροφός». Ο τ. μαρτυρείται στον αόρ. ἐτιθήνατο] … Dictionary of Greek